αναβράζοντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααναβράζοντα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναβράζων
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αναβράζων
- (προφορικό) άλλη μορφή του αναβράζοντος, γενική ενικού, αρσενικού γένους του αναβράζων