Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατριχιασμένος η ανατριχιασμένη το ανατριχιασμένο
      γενική του ανατριχιασμένου της ανατριχιασμένης του ανατριχιασμένου
    αιτιατική τον ανατριχιασμένο την ανατριχιασμένη το ανατριχιασμένο
     κλητική ανατριχιασμένε ανατριχιασμένη ανατριχιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατριχιασμένοι οι ανατριχιασμένες τα ανατριχιασμένα
      γενική των ανατριχιασμένων των ανατριχιασμένων των ανατριχιασμένων
    αιτιατική τους ανατριχιασμένους τις ανατριχιασμένες τα ανατριχιασμένα
     κλητική ανατριχιασμένοι ανατριχιασμένες ανατριχιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατριχιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανατριχιάζω

  Μετοχή επεξεργασία

ανατριχιασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ανατριχιάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία