Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανακλαδισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανακλαδισμέν
ος
η
ανακλαδισμέν
η
το
ανακλαδισμέν
ο
γενική
του
ανακλαδισμέν
ου
της
ανακλαδισμέν
ης
του
ανακλαδισμέν
ου
αιτιατική
τον
ανακλαδισμέν
ο
την
ανακλαδισμέν
η
το
ανακλαδισμέν
ο
κλητική
ανακλαδισμέν
ε
ανακλαδισμέν
η
ανακλαδισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανακλαδισμέν
οι
οι
ανακλαδισμέν
ες
τα
ανακλαδισμέν
α
γενική
των
ανακλαδισμέν
ων
των
ανακλαδισμέν
ων
των
ανακλαδισμέν
ων
αιτιατική
τους
ανακλαδισμέν
ους
τις
ανακλαδισμέν
ες
τα
ανακλαδισμέν
α
κλητική
ανακλαδισμέν
οι
ανακλαδισμέν
ες
ανακλαδισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ανακλαδισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ανακλαδίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανακλαδισμένος