Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακλαδίζω < ανα- + κλαδί + -ίζω

ανακλαδίζω (παθητική φωνή: ανακλαδίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία