ανακλαδιστά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαανακλαδιστά < ανακλαδιστός
Επίρρημα
επεξεργασίαανακλαδιστά
- για κάποιον που κάθεται ή σταυροπόδι ή που έχει τεντωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακλαδιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανακλαδιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανακλαδιστό