Ετυμολογία

επεξεργασία

ανακλαδιστά < ανακλαδιστός

Επίρρημα

επεξεργασία

ανακλαδιστά

  • για κάποιον που κάθεται ή σταυροπόδι ή που έχει τεντωθεί

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία