ανακλαδιστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανακλαδιστός < ανακλαδίζω
Επίθετο
επεξεργασία
ανακλαδιστός
- που κάθεται σταυροπόδι
Συγγενικά
επεξεργασία- ανακλαδιστά
- → δείτε τις λέξεις ανακλαδίζω και κλαδί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανακλαδιστός
|