↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακλαδιστός η ανακλαδιστή το ανακλαδιστό
      γενική του ανακλαδιστού της ανακλαδιστής του ανακλαδιστού
    αιτιατική τον ανακλαδιστό την ανακλαδιστή το ανακλαδιστό
     κλητική ανακλαδιστέ ανακλαδιστή ανακλαδιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακλαδιστοί οι ανακλαδιστές τα ανακλαδιστά
      γενική των ανακλαδιστών των ανακλαδιστών των ανακλαδιστών
    αιτιατική τους ανακλαδιστούς τις ανακλαδιστές τα ανακλαδιστά
     κλητική ανακλαδιστοί ανακλαδιστές ανακλαδιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακλαδιστός < ανακλαδίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ανακλαδιστός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία