Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταυροπόδι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίρρημα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σταυροπόδι
<
σταυρός
+
-ο-
+
πόδι
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
sta.vɾoˈpo.ði
/
Επίρρημα
επεξεργασία
σταυροπόδι
ουδέτερο
έχοντας
τα
πόδια
το ένα
πάνω
στο άλλο
σταυρωτά
,
χιαστί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
σταυρός
και
πόδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταυροπόδι
αγγλικά
:
cross-legged
(en)
γαλλικά
:
en croisant les jambes
(fr)
,
les jambes croisées
(fr)
γερμανικά
:
Schneidersitz
(de)