αναφυτεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναφυτεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναφυτεύω
Μετοχή επεξεργασία
αναφυτεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αναφυτεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναφυτεμένος
|
αναφυτεμένος, -η, -ο
|