Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναφυτεμένος η αναφυτεμένη το αναφυτεμένο
      γενική του αναφυτεμένου της αναφυτεμένης του αναφυτεμένου
    αιτιατική τον αναφυτεμένο την αναφυτεμένη το αναφυτεμένο
     κλητική αναφυτεμένε αναφυτεμένη αναφυτεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναφυτεμένοι οι αναφυτεμένες τα αναφυτεμένα
      γενική των αναφυτεμένων των αναφυτεμένων των αναφυτεμένων
    αιτιατική τους αναφυτεμένους τις αναφυτεμένες τα αναφυτεμένα
     κλητική αναφυτεμένοι αναφυτεμένες αναφυτεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναφυτεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναφυτεύω

  Μετοχή επεξεργασία

αναφυτεμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αναφυτεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία