Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναφυτεύω < αρχαία ελληνική ἀναφυτεύω

  Ρήμα επεξεργασία

αναφυτεύω

  1. φυτεύω ξανά ένα φυτό, το μεταφυτεύω (παρωχημένο) ή πάντως με σπάνια χρήση
  2. φυτεύω ξανά φυτά σε μια περιοχή που έχει χάσει τη βλάστησή της για διάφορους λόγους

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία