Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατοκισμένος η ανατοκισμένη το ανατοκισμένο
      γενική του ανατοκισμένου της ανατοκισμένης του ανατοκισμένου
    αιτιατική τον ανατοκισμένο την ανατοκισμένη το ανατοκισμένο
     κλητική ανατοκισμένε ανατοκισμένη ανατοκισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατοκισμένοι οι ανατοκισμένες τα ανατοκισμένα
      γενική των ανατοκισμένων των ανατοκισμένων των ανατοκισμένων
    αιτιατική τους ανατοκισμένους τις ανατοκισμένες τα ανατοκισμένα
     κλητική ανατοκισμένοι ανατοκισμένες ανατοκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατοκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανατοκίζω

  Μετοχή επεξεργασία

ανατοκισμένος

  • που έχει ανατοκιστεί, το κεφάλαιο στο οποίο έχει γίνει ανατοκισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία