ανατοκισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατοκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανατοκίζω
Μετοχή επεξεργασία
ανατοκισμένος
- που έχει ανατοκιστεί, το κεφάλαιο στο οποίο έχει γίνει ανατοκισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανατοκισμένος
|