Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιματοκυλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αιματοκυλισμέν
ος
η
αιματοκυλισμέν
η
το
αιματοκυλισμέν
ο
γενική
του
αιματοκυλισμέν
ου
της
αιματοκυλισμέν
ης
του
αιματοκυλισμέν
ου
αιτιατική
τον
αιματοκυλισμέν
ο
την
αιματοκυλισμέν
η
το
αιματοκυλισμέν
ο
κλητική
αιματοκυλισμέν
ε
αιματοκυλισμέν
η
αιματοκυλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αιματοκυλισμέν
οι
οι
αιματοκυλισμέν
ες
τα
αιματοκυλισμέν
α
γενική
των
αιματοκυλισμέν
ων
των
αιματοκυλισμέν
ων
των
αιματοκυλισμέν
ων
αιτιατική
τους
αιματοκυλισμέν
ους
τις
αιματοκυλισμέν
ες
τα
αιματοκυλισμέν
α
κλητική
αιματοκυλισμέν
οι
αιματοκυλισμέν
ες
αιματοκυλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αιματοκυλισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αιματοκυλίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
(ποιητικός τύπος)
αιματοβούτηχτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιματοκυλισμένος