Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλευρογυρισμένος η αλευρογυρισμένη το αλευρογυρισμένο
      γενική του αλευρογυρισμένου της αλευρογυρισμένης του αλευρογυρισμένου
    αιτιατική τον αλευρογυρισμένο την αλευρογυρισμένη το αλευρογυρισμένο
     κλητική αλευρογυρισμένε αλευρογυρισμένη αλευρογυρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλευρογυρισμένοι οι αλευρογυρισμένες τα αλευρογυρισμένα
      γενική των αλευρογυρισμένων των αλευρογυρισμένων των αλευρογυρισμένων
    αιτιατική τους αλευρογυρισμένους τις αλευρογυρισμένες τα αλευρογυρισμένα
     κλητική αλευρογυρισμένοι αλευρογυρισμένες αλευρογυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευρογυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλευρογυρίζω ή αλευρογυρνώ και αλευρογυρνάω

  Μετοχή επεξεργασία

αλευρογυρισμένος

  1. ο αλευρωμένος
  2. αυτός που έχει κυλίσει στο χώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία