αλευρογυρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλευρογυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλευρογυρίζω ή αλευρογυρνώ και αλευρογυρνάω
Μετοχή επεξεργασία
αλευρογυρισμένος
- ο αλευρωμένος
- αυτός που έχει κυλίσει στο χώμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευρογυρισμένος
|