↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλοπαρμένος η αλλοπαρμένη το αλλοπαρμένο
      γενική του αλλοπαρμένου της αλλοπαρμένης του αλλοπαρμένου
    αιτιατική τον αλλοπαρμένο την αλλοπαρμένη το αλλοπαρμένο
     κλητική αλλοπαρμένε αλλοπαρμένη αλλοπαρμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλοπαρμένοι οι αλλοπαρμένες τα αλλοπαρμένα
      γενική των αλλοπαρμένων των αλλοπαρμένων των αλλοπαρμένων
    αιτιατική τους αλλοπαρμένους τις αλλοπαρμένες τα αλλοπαρμένα
     κλητική αλλοπαρμένοι αλλοπαρμένες αλλοπαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλοπαρμένος < ἀλλοπαρμένος < άλλο + παρμένος (μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος παίρνω

αλλοπαρμένος, -η, -ο

  1. που κάτι έχει πάρει το μυαλό του, που το μυαλό του έχει φύγει, είναι αλλού, σαν να μην επικοινωνεί, ιδιόρρυθμος, που ζει στον κόσμο του
  2. αλαφροΐσκιωτος, σαν ξωτικό
  3. που τα έχασε από μια τραγωδία που τον βρήκε και αρνείται να επικοινωνήσει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία