Δείτε επίσης: πεπαρμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρμένος η παρμένη το παρμένο
      γενική του παρμένου της παρμένης του παρμένου
    αιτιατική τον παρμένο την παρμένη το παρμένο
     κλητική παρμένε παρμένη παρμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρμένοι οι παρμένες τα παρμένα
      γενική των παρμένων των παρμένων των παρμένων
    αιτιατική τους παρμένους τις παρμένες τα παρμένα
     κλητική παρμένοι παρμένες παρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παίρνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paɾˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρ‐μέ‐νος

παρμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν πάρει
    1. ληφθείς, ειλημμένος
    2. κυριευμένος
  2. (κατ’ επέκταση) σακάτικος, παράλυτος, με σωματικές βλάβες
  3. (κατ’ επέκταση) άμυαλος, διανοητικά καθυστερημένος
  4. (κατ’ επέκταση) ονειροπαρμένος, φαντασιόπληκτος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία