↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακάτικος η σακάτικη το σακάτικο
      γενική του σακάτικου της σακάτικης του σακάτικου
    αιτιατική τον σακάτικο τη σακάτικη το σακάτικο
     κλητική σακάτικε σακάτικη σακάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακάτικοι οι σακάτικες τα σακάτικα
      γενική των σακάτικων των σακάτικων των σακάτικων
    αιτιατική τους σακάτικους τις σακάτικες τα σακάτικα
     κλητική σακάτικοι σακάτικες σακάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακάτικος < σακάτης + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

σακάτικος, -η, -ο

  • που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον σακάτη
έσερνε το σακάτικο ποδάρι του

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία