estropié
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estropié | estropiés |
θηλυκό | estropiée | estropiées |
Επίθετο επεξεργασία
estropié (fr)
- ο σακάτης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estropié | estropiés |
θηλυκό | estropiée | estropiées |
estropié (fr)