διανοητικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
διανοητικά < διανοητικός
Επίρρημα επεξεργασία
διανοητικά
- ως προς τη διανοητική κατάσταση κάποιου
- είναι διανοητικά ασταθής
Μεταφράσεις επεξεργασία
διανοητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διανοητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διανοητικό