Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διανοητικά < διανοητικός

  Επίρρημα επεξεργασία

διανοητικά

  1. ως προς τη διανοητική κατάσταση κάποιου
    είναι διανοητικά ασταθής

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διανοητικά