Δείτε επίσης: παρμένος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πεπαρμένος πεπαρμένη τὸ πεπαρμένον
      γενική τοῦ πεπαρμένου τῆς πεπαρμένης τοῦ πεπαρμένου
      δοτική τῷ πεπαρμέν τῇ πεπαρμέν τῷ πεπαρμέν
    αιτιατική τὸν πεπαρμένον τὴν πεπαρμένην τὸ πεπαρμένον
     κλητική ! πεπαρμένε πεπαρμένη πεπαρμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πεπαρμένοι αἱ πεπαρμέναι τὰ πεπαρμέν
      γενική τῶν πεπαρμένων τῶν πεπαρμένων τῶν πεπαρμένων
      δοτική τοῖς πεπαρμένοις ταῖς πεπαρμέναις τοῖς πεπαρμένοις
    αιτιατική τοὺς πεπαρμένους τὰς πεπαρμένᾱς τὰ πεπαρμέν
     κλητική ! πεπαρμένοι πεπαρμέναι πεπαρμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πεπαρμένω τὼ πεπαρμέν τὼ πεπαρμένω
      γεν-δοτ τοῖν πεπαρμένοιν τοῖν πεπαρμέναιν τοῖν πεπαρμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πεπαρμένος