πεπαρμένος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπεπαρμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πείρω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 398-399
- αὐτὰρ ὃ βῆ πρὸς δῶμα Διὸς καὶ μακρὸν Ὄλυμπον
κῆρ ἀχέων ὀδύνῃσι πεπαρμένος- → λείπει η μετάφραση