↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατίμητος η ατίμητη το ατίμητο
      γενική του ατίμητου της ατίμητης του ατίμητου
    αιτιατική τον ατίμητο την ατίμητη το ατίμητο
     κλητική ατίμητε ατίμητη ατίμητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατίμητοι οι ατίμητες τα ατίμητα
      γενική των ατίμητων των ατίμητων των ατίμητων
    αιτιατική τους ατίμητους τις ατίμητες τα ατίμητα
     κλητική ατίμητοι ατίμητες ατίμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατίμητος < α- (στερητικό) + τιμητός

  Επίθετο

επεξεργασία

ατίμητος

  1. αυτός που δεν έχει τιμηθεί
  2. αυτός που δεν έχει υπολογισθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία