Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τιμαλφής η τιμαλφής το τιμαλφές
      γενική του τιμαλφούς* της τιμαλφούς του τιμαλφούς
    αιτιατική τον τιμαλφή την τιμαλφή το τιμαλφές
     κλητική τιμαλφή(ς) τιμαλφής τιμαλφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιμαλφείς οι τιμαλφείς τα τιμαλφή
      γενική των τιμαλφών των τιμαλφών των τιμαλφών
    αιτιατική τους τιμαλφείς τις τιμαλφείς τα τιμαλφή
     κλητική τιμαλφείς τιμαλφείς τιμαλφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμαλφής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τιμαλφής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.malˈfis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τι‐μαλ‐φής

  Επίθετο επεξεργασία

τιμαλφής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τιμαλφής τὸ τιμαλφές
      γενική τοῦ/τῆς τιμαλφοῦς τοῦ τιμαλφοῦς
      δοτική τῷ/τῇ τιμαλφεῖ τῷ τιμαλφεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν τιμαλφ τὸ τιμαλφές
     κλητική ! τιμαλφές τιμαλφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τιμαλφεῖς τὰ τιμαλφ
      γενική τῶν τιμαλφῶν τῶν τιμαλφῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς τιμαλφέσ(ν) τοῖς τιμαλφέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς τιμαλφεῖς τὰ τιμαλφ
     κλητική ! τιμαλφεῖς τιμαλφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τιμαλφεῖ τὼ τιμαλφεῖ
      γεν-δοτ τοῖν τιμαλφοῖν τοῖν τιμαλφοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμαλφής < τιμή + -αλφής ( < ἀλφάνω (φέρω, βρίσκω, αποκτώ)

  Επίθετο επεξεργασία

τῑμαλφής, -ής, -ές

  1. που αποφέρει τιμή
  2. ακριβός
  3. πολύτιμος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία