Δείτε επίσης: τιμαλφή

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τιμαλφῆ

  1. (αρσενικό ή θηλυκό) αιτιατική ενικού του τιμαλφής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τιμαλφές, ουδέτερο του τιμαλφής