τιμαλφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τιμαλφή | ||
γενική | των | τιμαλφών | ||
αιτιατική | τα | τιμαλφή | ||
κλητική | τιμαλφή | |||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- τιμαλφή < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τιμαλφής (αρχαία ελληνικά)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.malˈfis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐μαλ‐φής
Ουσιαστικό επεξεργασία
τιμαλφή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χρυσαφικά, κοσμήματα, πολύτιμοι λίθοι ή γενικότερα μικροαντικείμενα που θεωρούνται πολύτιμα, εκτός από χρήματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- τιμαλφή: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τιμαλφή
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τιμαλφής
- κλητική ενικού, αρσενικού γένους του τιμαλφής
- άλλες μορφές: τιμαλφής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (τιμαλφές) του τιμαλφής