Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυτίμως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολύτιμ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

πολυτίμως

  1. πολύτιμα
  2. ακριβά

  Πηγές επεξεργασία