πολυτίμητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυτίμητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυτίμητος
Επίθετο
επεξεργασίαπολυτίμητος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυτίμητος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)