Ετυμολογία

επεξεργασία
precious < (κληρονομημένο) μέση αγγλική precious < παλαιά γαλλική precios < λατινική pretiosus < pretium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɹɛʃəs/ (βρετανικό)
 

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός precious
συγκριτικός more precious
υπερθετικός most precious

precious (en)

  1. πολύτιμος
    ⮡  Gold is a precious metal. - Ο χρυσός είναι πολύτιμο μέταλλο.
  2. ακριβός (ως έκφραση αγάπης και τρυφερότητας)