αναντικατάστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναντικατάστατος < αν- + αντικαθιστώ + -τός
Επίθετο
επεξεργασίααναντικατάστατος, -η, -ο
- (για πράγματα) που δεν μπορεί να αντικατασταθεί
- (για πρόσωπα) που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον που έχει την ίδια αξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναντικατάστατος