Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναντικατάστατος η αναντικατάστατη το αναντικατάστατο
      γενική του αναντικατάστατου της αναντικατάστατης του αναντικατάστατου
    αιτιατική τον αναντικατάστατο την αναντικατάστατη το αναντικατάστατο
     κλητική αναντικατάστατε αναντικατάστατη αναντικατάστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναντικατάστατοι οι αναντικατάστατες τα αναντικατάστατα
      γενική των αναντικατάστατων των αναντικατάστατων των αναντικατάστατων
    αιτιατική τους αναντικατάστατους τις αναντικατάστατες τα αναντικατάστατα
     κλητική αναντικατάστατοι αναντικατάστατες αναντικατάστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναντικατάστατος < αν- + αντικαθιστώ + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

αναντικατάστατος, -η, -ο

  1. (για πράγματα) που δεν μπορεί να αντικατασταθεί
     συνώνυμα: μοναδικός
     αντώνυμα: αντικαταστατός
  2. (για πρόσωπα) που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον που έχει την ίδια αξία
     συνώνυμα: ανεκτίμητος, απαραίτητος, ασύγκριτος, εξαιρετικός, μοναδικός
     αντώνυμα: αντικαταστατός

  Μεταφράσεις επεξεργασία