irremplaçable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iʁ.(ʁ)ɑ̃.pla.sabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
irremplaçable | irremplaçables |
irremplaçable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
irremplaçable | irremplaçables |
irremplaçable (fr) αρσενικό ή θηλυκό