συντοπίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντοπίτισσα < συντοπίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
συντοπίτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη συντοπίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
συντοπίτισσα
|
συντοπίτισσα θηλυκό
|