βουρκοτόπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βουρκοτόπι | τα | βουρκοτόπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βουρκοτόπι | τα | βουρκοτόπια |
κλητική | βουρκοτόπι | βουρκοτόπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουρκοτόπι < βουρκότοπ(ος) + -ι / βούρκ(ος) + -ο- + -τόπι
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουρκοτόπι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουρκοτόπι
|