ατοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ατοπικός | η | ατοπική | το | ατοπικό |
γενική | του | ατοπικού | της | ατοπικής | του | ατοπικού |
αιτιατική | τον | ατοπικό | την | ατοπική | το | ατοπικό |
κλητική | ατοπικέ | ατοπική | ατοπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ατοπικοί | οι | ατοπικές | τα | ατοπικά |
γενική | των | ατοπικών | των | ατοπικών | των | ατοπικών |
αιτιατική | τους | ατοπικούς | τις | ατοπικές | τα | ατοπικά |
κλητική | ατοπικοί | ατοπικές | ατοπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ατοπικός < άτοπ(ος) + -ικός
- για την ιατρική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική atopic + -ός < αρχαία ελληνική ἀτοπία < ἄτοπος < ἀ- + τόπος
Επίθετο
επεξεργασίαατοπικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που έχει σχέση ή αναφέρεται στην έλλειψη κάποιου (συγκεκριμένου) τόπου
- (ιατρική, νεολογισμός) που έχει προδιάθεση για αλλεργίες και εμφανίζει αλλεργικές αντιδράσεις λόγω κληρονομικής προδιάθεσης
- υπώνυμα: αλλεργικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατοπικός αρσενικό
- (ιατρική, νεολογισμός) αυτός που εμφανίζει ατοπία, δηλαδή προδιάθεση για αλλεργίες και αλλεργικές αντιδράσεις λόγω κληρονομικής προδιάθεσης