Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατοπικός η ατοπική το ατοπικό
      γενική του ατοπικού της ατοπικής του ατοπικού
    αιτιατική τον ατοπικό την ατοπική το ατοπικό
     κλητική ατοπικέ ατοπική ατοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατοπικοί οι ατοπικές τα ατοπικά
      γενική των ατοπικών των ατοπικών των ατοπικών
    αιτιατική τους ατοπικούς τις ατοπικές τα ατοπικά
     κλητική ατοπικοί ατοπικές ατοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατοπικός < άτοπ(ος) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ατοπικός, -ή, -ό

  1. (σπάνιο) που έχει σχέση ή αναφέρεται στην έλλειψη κάποιου (συγκεκριμένου) τόπου
  2. (ιατρική, νεολογισμός) που έχει προδιάθεση για αλλεργίες και εμφανίζει αλλεργικές αντιδράσεις λόγω κληρονομικής προδιάθεσης
    υπώνυμα: αλλεργικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατοπικός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία