αλλεργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλεργία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γερμανική Allergie[1] < αρχαία ελληνική ἄλλος + ἔργον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.leɾˈʝi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλλεργία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αλλεργία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλεργία
- ↑ τη λέξη δημιούργησε ο Αυστριακός Κλέμενς Πίτερ το 1906