αλλεργιολόγος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλλεργιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) ιατρός με ειδικότητα την καταπολέμηση των αλλεργιών ή/και τη θεραπεία του ασθενούς απ’ αυτές
αλλεργιολόγος αρσενικό ή θηλυκό