Allergie
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Allergie < Δημιουργημένη από τον Clemens Peter Freiherr von Pirquet το 1906 αρχαία ελληνική ἄλλος + ἔργον
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAllergie (de) θηλυκό
- η αλλεργία
Δείτε επίσης : allergie |
Allergie (de) θηλυκό