υποαλλεργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποαλλεργικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypoallergenic/hypoallergic < υπό + αλλεργικός (< αλλεργία)
Επίθετο επεξεργασία
υποαλλεργικός -ή -ό
- για προϊόν που έχει κατασκευαστεί ή παρασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό
- Έως ότου τα υποαλλεργικά φιστίκια αποτελέσουν γεγονός, τα άτομα με αλλεργίες θα ήταν καλό να ξέρουν ότι, όπως έδειξε πρόσφατη μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, τα ψημένα φιστίκια είναι πιθανότερο να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις σε σύγκριση με τα ωμά. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποαλλεργικός