↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποαλλεργικός η υποαλλεργική το υποαλλεργικό
      γενική του υποαλλεργικού της υποαλλεργικής του υποαλλεργικού
    αιτιατική τον υποαλλεργικό την υποαλλεργική το υποαλλεργικό
     κλητική υποαλλεργικέ υποαλλεργική υποαλλεργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποαλλεργικοί οι υποαλλεργικές τα υποαλλεργικά
      γενική των υποαλλεργικών των υποαλλεργικών των υποαλλεργικών
    αιτιατική τους υποαλλεργικούς τις υποαλλεργικές τα υποαλλεργικά
     κλητική υποαλλεργικοί υποαλλεργικές υποαλλεργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποαλλεργικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypoallergenic/hypoallergic < υπό + αλλεργικός (< αλλεργία)

  Επίθετο

επεξεργασία

υποαλλεργικός -ή -ό

  • για προϊόν που έχει κατασκευαστεί ή παρασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό
    Έως ότου τα υποαλλεργικά φιστίκια αποτελέσουν γεγονός, τα άτομα με αλλεργίες θα ήταν καλό να ξέρουν ότι, όπως έδειξε πρόσφατη μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, τα ψημένα φιστίκια είναι πιθανότερο να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις σε σύγκριση με τα ωμά. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία