Δείτε επίσης: ἀτοπία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατοπία οι ατοπίες
      γενική της ατοπίας των ατοπιών
    αιτιατική την ατοπία τις ατοπίες
     κλητική ατοπία ατοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατοπία < αρχαία ελληνική ἀτοπία < ἄτοπος ‎< ἀ- + τόπος (3. λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική atopy < αρχαία ελληνική ἀτοπία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατοπία θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος άτοπος, η ιδιότητα του άτοπου
     συνώνυμα: παραλογισμός
  2. ατόπημα
  3. (ιατρική) (νεολογισμός) εμφάνιση αλλεργιών και αλλεργικών αντιδράσεων λόγω κληρονομικής προδιάθεσης
    Υπώνυμα: αλλεργία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία