ατόπημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατόπημα < ελληνιστική κοινή ἀτόπημα < αρχαία ελληνική ἀ- + τόπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατόπημα ουδέτερο
- η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια
- υπέπεσε σε σοβαρά ατοπήματα σχετικά με την υπόθεση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ατόπημα
|