Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρινίτιδα οι ρινίτιδες
      γενική της ρινίτιδας των ρινίτιδων
    αιτιατική τη ρινίτιδα τις ρινίτιδες
     κλητική ρινίτιδα ρινίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρινίτιδα < (καθαρεύουσα) ρινίτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική rhinitis < αρχαία ελληνική ῥίς ("μύτη")[1] μορφολογικά αναλύεται ριν(ός) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρινίτιδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία