ρινίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρινίτιδα < (καθαρεύουσα) ρινίτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική rhinitis < αρχαία ελληνική ῥίς ("μύτη")[1] μορφολογικά αναλύεται ριν(ός) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρινίτιδα θηλυκό
- (ιατρική): φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ρινίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας