ψαροτόπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψαροτόπι | τα | ψαροτόπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ψαροτόπι | τα | ψαροτόπια |
κλητική | ψαροτόπι | ψαροτόπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψαροτόπι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ο ψαρότοπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψαροτόπι
→ δείτε τη λέξη ψαρότοπος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ψαροτόπι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας