πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοπάρχης οι τοπάρχες
      γενική του τοπάρχη των τοπαρχών
    αιτιατική τον τοπάρχη τους τοπάρχες
     κλητική τοπάρχη τοπάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τοπάρχης αρσενικό

  1. (ιστορία, παρωχημένο) διοικητής συγκεκριμένης περιφέρειας, επαρχίας
  2. (κατ’ επέκταση) ισχυρός τοπικός παράγοντας, προύχοντας, προεστός

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία