Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοπικισμός οι τοπικισμοί
      γενική του τοπικισμού των τοπικισμών
    αιτιατική τον τοπικισμό τους τοπικισμούς
     κλητική τοπικισμέ τοπικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοπικισμός < τοπικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική localism)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοπικισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία