↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοπικισμός οι τοπικισμοί
      γενική του τοπικισμού των τοπικισμών
    αιτιατική τον τοπικισμό τους τοπικισμούς
     κλητική τοπικισμέ τοπικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοπικισμός < τοπικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική localism)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τοπικισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία