τοπικιστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
τοπικιστικά < τοπικιστικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
τοπικιστικά
- με τοπικιστικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοπικιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τοπικιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τοπικιστικό