τοποτηρητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοποτηρητής < μεσαιωνική ελληνική τοποτηρητής < αρχαία ελληνική τόπος + τηρέω / τηρῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
τοποτηρητής αρσενικό
- (θρησκεία) επίσκοπος που κατέχει προσωρινά την επισκοπική θέση και εκτελεί τα σχετικά καθήκοντα σε χηρεύουσα θέση άλλης επισκοπής
- ηγεμόνας ή ηγέτης με αντίστοιχα με τα παραπάνω καθήκοντα και θέση
- (μειωτικό) εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος