↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοποτηρητής οι τοποτηρητές
      γενική του τοποτηρητή των τοποτηρητών
    αιτιατική τον τοποτηρητή τους τοποτηρητές
     κλητική τοποτηρητή τοποτηρητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοποτηρητής < μεσαιωνική ελληνική τοποτηρητής < αρχαία ελληνική τόπος + τηρέω / τηρῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τοποτηρητής αρσενικό

  1. (θρησκεία) επίσκοπος που κατέχει προσωρινά την επισκοπική θέση και εκτελεί τα σχετικά καθήκοντα σε χηρεύουσα θέση άλλης επισκοπής
  2. ηγεμόνας ή ηγέτης με αντίστοιχα με τα παραπάνω καθήκοντα και θέση
  3. (μειωτικό) εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία