χηρεύων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χηρεύων | η | χηρεύουσα | το | χηρεύον |
γενική | του | χηρεύοντος | της | χηρεύουσας & χηρευούσης* |
του | χηρεύοντος |
αιτιατική | τον | χηρεύοντα | τη | χηρεύουσα | το | χηρεύον |
κλητική | χηρεύων | χηρεύουσα | χηρεύον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χηρεύοντες | οι | χηρεύουσες | τα | χηρεύοντα |
γενική | των | χηρευόντων | των | χηρευουσών | των | χηρευόντων |
αιτιατική | τους | χηρεύοντες | τις | χηρεύουσες | τα | χηρεύοντα |
κλητική | χηρεύοντες | χηρεύουσες | χηρεύοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαχηρεύων
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος χηρεύω
- ⮡ χηρεύουσα θέση
Μεταφράσεις
επεξεργασία χηρεύων
|