↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χηρεύων η χηρεύουσα το χηρεύον
      γενική του χηρεύοντος της χηρεύουσας
χηρευούσης*
του χηρεύοντος
    αιτιατική τον χηρεύοντα τη χηρεύουσα το χηρεύον
     κλητική χηρεύων χηρεύουσα χηρεύον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χηρεύοντες οι χηρεύουσες τα χηρεύοντα
      γενική των χηρευόντων των χηρευουσών των χηρευόντων
    αιτιατική τους χηρεύοντες τις χηρεύουσες τα χηρεύοντα
     κλητική χηρεύοντες χηρεύουσες χηρεύοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

χηρεύων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία