Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμετατόπιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμετατόπιστ
ος
η
αμετατόπιστ
η
το
αμετατόπιστ
ο
γενική
του
αμετατόπιστ
ου
της
αμετατόπιστ
ης
του
αμετατόπιστ
ου
αιτιατική
τον
αμετατόπιστ
ο
την
αμετατόπιστ
η
το
αμετατόπιστ
ο
κλητική
αμετατόπιστ
ε
αμετατόπιστ
η
αμετατόπιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμετατόπιστ
οι
οι
αμετατόπιστ
ες
τα
αμετατόπιστ
α
γενική
των
αμετατόπιστ
ων
των
αμετατόπιστ
ων
των
αμετατόπιστ
ων
αιτιατική
τους
αμετατόπιστ
ους
τις
αμετατόπιστ
ες
τα
αμετατόπιστ
α
κλητική
αμετατόπιστ
οι
αμετατόπιστ
ες
αμετατόπιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμετατόπιστος
<
α-
+
μετατοπίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αμετατόπιστος
που δεν έχει
μετατοπιστεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
αμετακίνητος
Αντώνυμα
επεξεργασία
μετακινημένος
μετατοπισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμετατόπιστος
αγγλικά
:
immovable
(en)