βαλτοτόπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαλτοτόπι | τα | βαλτοτόπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βαλτοτόπι | τα | βαλτοτόπια |
κλητική | βαλτοτόπι | βαλτοτόπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαλτοτόπι < βαλτότοπ(ος) + -ι / βάλτ(ος) + -ο- + -τόπι
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαλτοτόπι ουδέτερο
- τόπος με βάλτους, άλλη μορφή του βαλτότοπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαλτοτόπι
→ δείτε τη λέξη βαλτότοπος |