πετροτόπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πετροτόπι | τα | πετροτόπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πετροτόπι | τα | πετροτόπια |
κλητική | πετροτόπι | πετροτόπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πετροτόπι < πετρότοπ(ος) + ι, ή πετρο- + -τόπι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.tɾoˈto.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τρο‐τό‐πι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπετροτόπι ουδέτερο
- άλλη μορφή του πετρότοπος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πέτρα και τόπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετροτόπι
|
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με πετροτοπ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)