καπνοτόπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπνοτόπι | τα | καπνοτόπια |
γενική | του | καπνοτοπιού | των | καπνοτοπιών |
αιτιατική | το | καπνοτόπι | τα | καπνοτόπια |
κλητική | καπνοτόπι | καπνοτόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπνοτόπι ουδέτερο
- τόπος κατάλληλος για καλλιέργεια καπνού ή όπου γενικά καλλιεργείται καπνός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καπνοτόπι
|