ροδότοπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾoˈðo.to.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δό‐το‐πος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ροδότοπος αρσενικό
- μέρος που έχει πολλές τριανταφυλλιές (ρόδα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ροδότοπος
|
Πηγές επεξεργασία
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
- ροδότοπος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)