↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πατροτοπικός η πατροτοπική το πατροτοπικό
      γενική του πατροτοπικού της πατροτοπικής του πατροτοπικού
    αιτιατική τον πατροτοπικό την πατροτοπική το πατροτοπικό
     κλητική πατροτοπικέ πατροτοπική πατροτοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατροτοπικοί οι πατροτοπικές τα πατροτοπικά
      γενική των πατροτοπικών των πατροτοπικών των πατροτοπικών
    αιτιατική τους πατροτοπικούς τις πατροτοπικές τα πατροτοπικά
     κλητική πατροτοπικοί πατροτοπικές πατροτοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πατροτοπικός < πατρο- + τοπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική patrilocal[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

πατροτοπικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία