πατροτοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατροτοπικός < πατρο- + τοπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική patrilocal[1])
Επίθετο
επεξεργασίαπατροτοπικός, -ή, -ό
- (κοινωνιολογία) που αφορά σχέση στην οποία μεγάλη σημασία έχει ο τόπος καταγωγής ή διαμονής του άντρα (ή του πατέρα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πατροτοπικός
- ↑ πατροτοπικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας