verger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- verger < verge
Ουσιαστικό
επεξεργασίαverger (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
verger | vergers |
verger (fr) αρσενικό
verger (en)
ενικός | πληθυντικός |
verger | vergers |
verger (fr) αρσενικό