Ετυμολογία

επεξεργασία
verger < verge

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
verger vergers

verger (fr) αρσενικό

  1. το περιβόλι
  2. ο οπωρώνας